σκόρδο

σκόρδο
(allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.) πολλαπλό, αποτελούμενο από 8-14 ωοειδή-προμήκη βολβίδια (σκελίδες, σκηλίδες ή σκλίδες). Κάθε βολβίδιο περιέχει ένα βλαστίδιο. Τα βολβίδια καλύπτονται από άσπρους ή ροζ χιτώνες που είναι μεταμορφωμένα φύλλα και έχουν προστατευτικό ρόλο. Τα φύλλα του σ. είναι επιμήκη, λογχοειδή και έχουν πράσινο βαθύ χρώμα. Στη χώρα μας ο πολλαπλασιασμός του σ. γίνεται με τις σκελίδες του βολβού γιατί σε κλίματα σαν αυτό της Ελλάδας δεν ευνοείται ο σχηματισμός ανθέων και σπερμάτων. Στην περίπτωση που ανθίζει σχηματίζει πολυάριθμα μικρά σκιάδια, με λευκωπά άνθη στην κορυφή ενός άξονα. Το σ. είναι τυπικό προϊόν της λαχανοκομίας, αλλά καλλιεργείται και σε μεγάλη κλίμακα στα χωράφια. Υπάρχουν πολυάριθμες ποικιλίες· στην Ελλάδα καλλιεργείται η λευκή ή κοινή ποικιλία με άσπρους χιτώνες και μεγάλη προσαρμοστική ικανότητα στις διάφορες συνθήκες καλλιέργειας και περιβάλλοντος. Αλλού καλλιεργείται η ρόδινη και η κόκκινη που αντέχει περισσότερο στο κρύο. Η συγκομιδή του σκ. γίνεται με ξερίζωμα όταν το επίγειο τμήμα του φυτού κιτρινίσει και ξεραθεί. Το προϊόν αφήνεται 10 μέρες στο χωράφι ή σε αποθήκη να ξεραθεί, αφού πρώτα πλεχτούν σε πλεξίδες. Καταναλώνεται συνήθως ξερό. Χρησιμοποιείται ως άρωμα, είτε ωμό είτε υπό μορφή σκορδαλιάς η αλλιάδας, τζατζίκι, σκορδοστούμπι, σκορδάρι κλπ. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του σκ. οφείλεται στην παρουσία πτητικών ουσιών (αιθέριων έλαιων) πλούσιων σε θειούχο αλκύλιο γνωστό ως σκορδέλαιο. Ανέκαθεν στο σ. αποδίνονταν πολύτιμες φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες. Ανάμεσα σ’ αυτές αναφέρονται η υποτασική και καρδιαγγειακή δράση του, η αντισηπτική δράση του όπως και η δράση του στις παθήσεις του γαστρεντερικού σωλήνα. Από το λαό χρησιμοποιείται εναντίον του ματιάσματος (βασκανία). Στο σχέδιο: 1) άνθη· 2) στήμονας του άνθους· 3) βολβός που περικλείει τα βολβίδια (σκελίδες). του σκόρδου. Καλλιέργεια σκόρδων.
* * *
το / σκόρδον, ΝΜΑ, και σκόροδον Α
κοινή σήμερα ονομασία βολβώδους ποώδους φυτού με καυστική γεύση και οσμή, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, είναι το είδος Αllium sativum τού γένους άλλιο (α. «μύριζε σκόρδο και κρεμμύδι» β. «καὶ τὰ πράσα καὶ τὰ κρόμμυα καὶ τὰ σκόρδα», ΠΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «σκόρδα στα μάτια σου!» ή, απλώς, «σκόρδα!» — λέγεται ως αποτρεπτικό τής βασκανίας
β) «ο ένας σκόρδο ο άλλος κρεμμύδι» — λέγεται για άτομα που διαρκώς διαφωνούν ή που συζητούν με εριστικό τρόπο
αρχ.
1. (σε πάπ.) «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος ἐστὶν τὸ λεγόμενον σκόρδον»
2. στον πληθ. τὰ σκόροδα
το τμήμα τής αγοράς όπου πωλούσαν σκόρδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. σκόροδον / σκόρδον με την οικογένεια τού ρ. κείρω* «αποκόπτω, αποτέμνω» (< ΙΕ ρίζα *[s]ker- «κόβω», λόγω τών χωριστών σκελίδων από τις οποίες αποτελείται ο βολβός τού φυτού) προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες σχετικές με τη δισυλλαβία τού αρχαιότερου τ. σκόρ-οδ-ον έναντι τού μτγν. σκόρδον (< σκόροδον, με συγκοπή). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το αλβ. hurdhe, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. λ. πράσο, κρόμμυον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκόρδο — σκόρδο, το και σκόροδο, το 1. είδος λαχανικού. 2. «σκόρδα!», λέγεται για να αποφευχτεί το μάτιασμα κυρίως των βρεφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορδαλιά — η, Ν πολτώδες καρύκευμα από χτυπημένο σκόρδο, λάδι και ξίδι ή λεμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + ἀλιάδα* (< ιταλ. agliata < aglio «σκόρδο» < λατ. allium)] …   Dictionary of Greek

  • σκοροδίζω — Α 1. (ιδίως σχετικά με κοκόρια πριν από κοκορομαχία) ταΐζω με σκόρδο 2. καρυκεύω με σκόρδο 3. μτφ. κάνω κάποιον να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον. Η μτφ. σημ. τού ρ. «κάνω κάποιον να θυμώσει» οφείλεται στο ότι έδιναν στα κοκόρια σκόρδο πριν από… …   Dictionary of Greek

  • άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… …   Dictionary of Greek

  • αλιάδα — η «σκοροδάλμη», σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agliata (< aglio «σκόρδο») < λατ. allium, «σκόρδο»] …   Dictionary of Greek

  • μονόσκορδον — μονόσκορδον, τὸ (Α) 1. σκόρδο που φυτρώνει μόνο του, αυτοφυές 2. (κατ άλλη ερμ.) «μονὸν σκόρδον» ή μόνο με σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκόρδον] …   Dictionary of Greek

  • νοθόσκορδο — το βοτ. γένος φυτών τής Αμερικής παρόμοιων με το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nothoscordum < νόθος + σκόρδο] …   Dictionary of Greek

  • σκορδίλα — η, Ν οσμή σκόρδου και, κυρίως, η δυσώδης μυρωδιά που αναδίδεται από το στόμα ατόμου που έχει φάει σκόρδο, αλλ. σκορδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + κατάλ. ίλα (πρβλ. κρεατ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • σκορδοστούμπι — το, Ν 1. φαγητό παρασκευαζόμενο από κρέας και σκόρδο 2. σκορδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + στούμπος / στουμπώνω «παραγεμίζω», κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • σκόροδο — το / σκόροδον, ΝΜΑ το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκόρδο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”